χάκερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hacker
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάκερ αρσενικό άκλιτο (ενίοτε με πληθυντικό χάκερς κατά το αγγλικό hackers)
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) ο χρήστης που εκμεταλλευόμενος κενό ασφάλειας, αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)