χάλαζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χάλαζα < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάλαζα θηλυκό
- (μετεωρολογία) κόκος χαλάζης, το χαλάζι
- χιονοθύελλα, μπόρα, έντονη βροχόπτωση
- (μεταφορικά) βροχή λίθων ή βελών ή άλλου
- ↪ χάλαζα αἵματος (Πίνδαρος)
- (ελληνιστική σημασία) κρύσταλλος, κάτι που μοιάζει με χαλάζι
- ↪ λίθοι χαλάζης
- οίδημα, μικρό πρήξιμο, σπυρί, εξάνθημα, μικρό εξόγκωμα σε άνθρωπο, ζώο, αυγό, φυτό((ελληνιστική κοινή) έννοια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χαλαζάω (ρίχνω χαλάζι, ρίχνω κάτι πυκνό σαν το χαλάζι)
- χαλαζήεις, -εσσα, -εν (όμοιος με χαλάζι, άγριος)
Πηγές
[επεξεργασία]- χάλαζα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάλαζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.