χάλασε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χάλασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαλάω / χαλώ / χαλνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαλάω / χαλώ / χαλνώ