χάλκασπις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάλκασπις αρσενικό ή θηλυκό (ή επίθετο)
- εκείνος που έχει ασπίδα από χαλκό ή λαμπερή σαν το χαλκό, επίθετο του Άρη και του Ηρακλή
- ὁ χάλκασπις ἀνήρ θεοῖς πλάθει πατρός θείῳ πυρί παμφαής
- στον πληθυντικό, μονάδα του μακεδονικού στρατού
- ὁ βασιλεύς ἀντέταξε τῶν τε Μακεδόνων τούς χαλκάσπιδας καί τούς Ἰλλυριούς (Πολύβιος)
- ο μετέχων ως αθλητής στον αγώνα δρόμου με όπλα (συνώνυμο: ὁπλιτοδρόμος, δηλαδή τρέχοντας με θώρακα, ακόντιο ή σπαθί ή τόξο και βέλη και ασπίδα)