χάμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάμω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαμαί

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐μω

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χάμω (τοπικό επίρρημα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαμαί με (μετακίνηση τόνου) και τροπή -αι > -ω κατά τα επιρρήμματα σε [1]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χάμω (τοπικό επίρρημα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]