χέρι χέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επανάληψη της λέξης χέρι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈçe.ɾi ˈçe.ɾi/
Έκφραση
[επεξεργασία]χέρι χέρι
- (κυριολεκτικά) κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου
- (μεταφορικά) μαζί, σε συνεργασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χέρι χέρι