ωκύπους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὠκύπους

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωκύπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠκύπους < ὠκύς + -πους

Επίθετο

[επεξεργασία]

ωκύπους, -ους, -ουν

  • γοργοπόδαρος
    ※  Ένα έργο για τον «ταχύτατο» («ωκύπουν») πρώτο Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη (ΓIANNHΣ MAPKOΠOΥΛOΣ «Tα ξένα στοιχεία κακοφορέθηκαν στο ελληνικό τραγούδι», ΤΑ ΝΕΑ, 18/8/2003 [1])

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • ωκύπους - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)