ωμά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐μά
- τονικό παρώνυμο: όμμα
Επίρρημα
[επεξεργασία]ωμά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ωμά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ωμό) του ωμός