όμορφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]όμορφα (τροπικό επίρρημα)
- με όμορφο τρόπο, ευχάριστα, ικανοποιητικά
- ↪ περάσαμε όμορφα στο ταξίδι μας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- όμορφα όμορφα: χωρίς να ανακύψουν προβλήματα
Επιφώνημα
[επεξεργασία]όμορφα!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]όμορφα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (όμορφο) του όμορφος