όναρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όναρ < αρχαία ελληνική ὄναρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όναρ ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) το όνειρο
Δείτε επίσης : ὄναρ, όνειρο |
όναρ ουδέτερο