όνυχας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όνυχας < αρχαία ελληνική ὄνυξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όνυχας αρσενικό
- ημιπολύτιμος λίθος που αποτελεί κρυσταλλική μορφή του χαλαζία, είδος αχάτη με ζώνες σκουρόχρωμες και ανοιχτόχρωμες
- το νύχι· απαντάται μόνο στις φράσεις
- (μουσική) τύπος πένας