όπτιμουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όπτιμουμ < απροσάρμοστο δάνειο από τη λατινική optimum, υπερθετικός βαθμός του bonus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όπτιμουμ ουδέτερο άκλιτο
- μια κατάσταση που θεωρείται ως η πιο ευνοϊκή προς την επίτευξη ενός στόχου ή σχετικά με μια άλλη κατάσταση