όρσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]όρσε
- επιφώνημα κατά την χειρονομία μουτζώματος
- (το, ουδέτερο, άκλιτο) ορίστε όταν δείχνουμε κάτι αρνητικό ή μειωτικό για τον παρατηρητή
- (λαϊκότροπα) ορίστε, να αυτό, αυτό για εσένα, πάρε αυτό, έλα/πέρνα μέσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όρσε
|