ύψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ύψη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα σημεία που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος
    φοβάται τα ύψη
  2. (μεταφορικά)
    στα ύψη έφτασε η τιμή της βενζίνης

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ύψη ουδέτερο