ώριμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ώριμα < ώριμος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ώριμα (τροπικό)
- με ωριμότητα
- με υπευθυνότητα
- με ολοκληρωμένο τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ώριμα
|