ἀβάκχευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβάκχευτος < ἀ- στερητικό και βακχεύω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀβάκχευτος, -η, -ον

  1. αυτός που είναι αμύητος σε βακχικά όργια,
  2. αυτός που στερείται ενθουσιασμού