ἀβαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἀβαρής, -ης, -ες
- αυτός που δεν έχει βάρος, ο ελαφρύς, ο ανεπαχθείς
- (νεοελληνική) αβαρής
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ἀβαρές ρευστόν