ἀβασίλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- ἀβασίλευτος, -ος, -ον
- ο υφιστάμενος χωρίς βασιλική εξουσία
- αυτός που δεν τελεί υπό βασιλικό καθεστώς