ἀβασίλευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβασίλευτος < α- στερητικό και βασιλεύω

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἀβασίλευτος, -ος, -ον
  1. ο υφιστάμενος χωρίς βασιλική εξουσία
  2. αυτός που δεν τελεί υπό βασιλικό καθεστώς