ἀββᾶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αββάς, αβάς, ἀββᾶ, ἀββα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀββᾶς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀββᾶ / ἀββα (πατέρας, ιερατικός τίλτος, άκλιτο αρσενικό που θεωρήθηκε κλητική) < αραμαϊκή אבא (abba, πατέρας) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀββᾶς αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «αββάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.