ἀβγάτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβγάτιση < ἀβγατί(ζω) + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀβγάτιση θηλυκό (& ἐβγάτιση)