ἀβουκόλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβουκόλητος < α- στερητικό και βουκολέω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀβουκόλητος, -ος, -ον

  1. ο αποίμαντος
  2. ο παραμελημένος
  3. ο ανεπιτήρητος