ἀβούτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβούτης < α- στερητικό + βους

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἀβούτης αρσενικό ενικός
  • αυτός που δεν έχει βόδια, συνεκδοχικά ο ακτήμων