ἀβόλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβόλλα < λατινική abolla

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀβόλλα θηλυκό

  • αρχαίο ρωμαϊκό ένδυμα που έμοιαζε με το ελληνικό ιμάτιο