ἀγαθοεργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγαθοεργός < ἀγαθός + ἔργω

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἀγαθοεργός, -ος, -όν
  1. γενικά ο αγαθοεργός, κατ΄ επέκταση ο γενναίος, ο ευγενής
  2. ο έντιμος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
* ἀγαθουργός

Παράγωγα

[επεξεργασία]
* ἀγαθοεργέω
* ἀγαθοποιός
* ἀγαθοποιέω