ἀγανοφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀγανοφροσύνη < ἀγανόφρων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγανοφροσύνη θηλυκό
ἀγανοφροσύνη θηλυκό