ἀγανῶπις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγανῶπις < ἀγανός + ὤψ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀγανῶπις θηλυκό

  1. αυτή που έχει γλυκό βλέμμα
  2. η γλυκομάτα