ἀγαπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγαπάζω < ποιητικός τύπος του ἀγαπάω

ἀγαπάζω

  1. μεταχειρίζομαι κάποιον φιλόφρονα
  2. υποδέχομαι κάποιον με αγάπη