ἀδελφάδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀδελφάδες: ἀδελφ(ή) + -άδες, κατάληξη περιττοσύλλαβου πληθυντικού ουσιαστικού που εμφανίζεται μετά τον 14ο αιώνα [1]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἀδελφάδες θηλυκό
- πληθυντικός αριθμός του ἀδελφή
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, στίχ.190
- τρεῖς ἀδελφάδες ὕπανδραις
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, στίχ.190
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νέα ελληνικά: αδελφάδες κατά το λαϊκότροπο: αδερφάδες
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOI - εισαγωγή
2.12.1. Oxytone Nouns in -ή