ἀποσκυβαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποσκυβαλίζω < ἀπό + σκύβαλον + -ίζω

ἀποσκυβαλίζω (ἀποσκῠβᾰλίζω)