ἁβροκόμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁβροκόμης < ἁβρός + κόμη

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἁβροκόμης αρσενικό
  1. αυτός που έχει πλούσια κόμη
  2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσιο, θαλερό φύλλωμα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
* ἁβροχαίτης