ἁβρόγοος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁβρόγοος < ἁβρός + γόος

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἁβρόγοος -ος, -ον
  • αυτός που εκφέρει μαλακούς γόους, που θρηνεί χωρίς υστερία