ἄβαλε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄβαλε < επιφώνημα + βάλε (βάλλω)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

ἄβαλε