ἄβλαυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- ἄβλαυτος, -ος, -ον
- αυτός που δεν φοράει βλαύτη (εμβάδες, σανδάλια), ο ανυπόδητος