ἄβλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄβλος < άδηλης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ἄβλος ουδέτερο
  1. ἀμολγεύς
  2. καρδάρα