ἄβολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄβολος (ουσιαστικό) < αμφί + βάλλομαι
ἄβολος (επίθετο) < ά- (στερητικό) και βάλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ἄβολος θηλυκό
  1. ἱμάτιον ἱππέως

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἄβολος -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει αλλάξει ακόμα
  2. (αναφορικά με άλογο) εκείνο που δεν έχει αλλάξει ακόμα δόντια