ἄβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ἄβολος -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει αλλάξει ακόμα
- (αναφορικά με άλογο) εκείνο που δεν έχει αλλάξει ακόμα δόντια