ἄρχοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άρχοντας

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ἄρχοντας: από την αιτιατική ενικού «τὸν ἄρχοντα» της μετοχής ἄρχων
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: άρχοντας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄρχοντας αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα με ἀρχοντ-

και

→ και δείτε τη λέξη ἄρχω για θέματα με ἀρχ-

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ἄρχοντας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἄρχοντας αρσενικό



Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

ἄρχοντας

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἄρχοντας αρσενικό