Ἀγαμεμνόνεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ἀγαμεμνόνεος < Ἀγαμέμνων
Επίθετο
[επεξεργασία]Ἀγαμεμνόνεος, έα, εον
- αναφερόμενος στον Αγαμέμνονα, την πολιτεία του, το στρατό του και τη συμπεριφορά του