AGL

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
AGL < Above Ground Level
AGL < Aeronautical Ground Light

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

AGL (en) αρκτικόλεξο

  1. (αεροπορικός όρος) υπεράνω της στάθμης εδάφους: μέτρηση απόστασης από το έδαφος σε υψηλότερο σημείο, το υψόμετρο
  2. (αεροπορικός όρος) επίγειο αεροναυτικό φως: φωτισμός που χρησιμοποιείται σε ένα αεροδρόμιο για την εξυπηρέτηση της αεροναυτιλίας, όπως π.χ. βοηθητικοί φάροι ή τα φώτα του διαδρόμου απο/προσγειώσεων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]