AWOL

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Από τα αρχικά “Absent Without Official Leave”

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

AWOL (en)

  1. (στρατιωτικός όρος) αδικαιολογήτως απών, που βρίσκεται σε λάθος τοποθεσία όμως χωρίς πρόθεση λιποταξίας
  2. (μεταφορικά) ξεστρατισμένος (απ'τον σκοπό του)· κατ' επέκταση: άτακτα/άσκοπα πλανώμενος