FDI

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
FDI < foreign direct investment («άμεση ξένη επένδυση»)

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

FDI (en)

  • η ιδιοκτησία ή ο έλεγχος περιουσιακών στοιχείων σε αλλοδαπή χώρα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]