GOTO
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]GOTO (en)
- (προγραμματισμός) κατηγορία εντολών σε γλώσσες προγραμματισμού που επιτρέπουν την αλλαγή της θέσης στη σειρά της εκτέλεσης των εντολών, μεταβάλλοντας τον μετρητή προγράμματος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- GOTO στην αγγλική Βικιπαίδεια