Greek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
Greek Greeks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Greek (en)

  1. (εθνικό όνομα) ο Έλληνας, η Ελληνίδα
  2. (ΗΠΑ) το μέλος αδελφότητας σπουδαστών κολλεγίου ή πανεπιστημίου που φέρει ονομασία ελληνικών γραμμάτων, λ.χ. Chi Phi (XΦ)


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Greek (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Με τον όρο Greek, κανονικά εννοείται η νέα ελληνική γλώσσα, σε αντιδιαστολή με Ancient Greek για την αρχαία. Σε παλαιότερα κείμενα, ή λιγότερο συχνά, εννοείται η αρχαία ελληνική, οπότε ο όρος Modern Greek αναφέρεται στα νεοελληνικά.

Επίθετο

[επεξεργασία]

Greek (en)

  1. ελληνικός
    the Greek government - η ελληνική κυβέρνηση
  2. (ΗΠΑ) που σχετίζεται με τις σπουδαστικές αδελφότητες που φέρουν ονομασίες γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου
    ※  The website allows anyone to anonymously rank Greek organizations based on six qualities: looks, popularity, classiness, involvement, social life, and brotherhood for fraternities and sisterhood for sororities. (από το κείμενο «Anonymous website gives Greek life a rating» της Elizabeth Bilka, Elon News Network (23 Φεβρουαρίου 2015)· πρόσβαση: 2020-05-08)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Greek < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Greek αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]