MP

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

MP (en) αρκτικόλεξο

  1. (πολιτική) Member of Parliament, ο/η βουλευτής (πληθυντικός: MPs)
    → δείτε και το αρκτικόλεξο MEP
  2. (στρατιωτικός όρος) MilitaryPolice, η στρατιωτική αστυνομία, η Στρατονομία (ΣΝ)· ο στρατονόμος
  3. (πληροφορική, τεχνολογία) MegaPixel, μεγαπίξελ (ένα εκατομμύριο πίξελ)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

MP (για βουλευτή) είναι χρησιμοποιήσει στην Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, αλλά μη στην Ηνωμένες Πολιτείες, όπου representative είναι χρησιμοποιήσει αντί.