greet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας greet
γ΄ ενικό ενεστώτα greets
αόριστος greeted
παθητική μετοχή greeted
ενεργητική μετοχή greeting

greet (en)

  1. χαιρετώ, χαιρετίζω
    He reached out his hand to greet me.
    Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
  2. υποδέχομαι
    She was greeted with loud cheers.
    Την υποδέχτηκαν με ζωηρές επευφημίες.
     συνώνυμα: welcome