street

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

street (en)

  1. (αργκό) που έχει την αποδοχή των νέων της περιοχής του, της νεολαίας που ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της αστικής συμπεριφοράς και κουλτούρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
street streets

street (en)

  1. ο δρόμος, η οδός
    He was coming down Stadiou street.
    Κατέβαινε στην οδό Σταδίου.
  2. τα άτομα που μένουν σε έναν δρόμο, σε μια γειτονιά

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]