sui generis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sui generis < (λόγιο δάνειο) λατινική (suum) sui (suus) & genus, generis κυριολεκτικά: του δικού του γένους λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

[επεξεργασία]
  • που «ανήκει στο δικό του γένος», αποτελεί «χωριστό είδος», εκκεντρικός, που λειτουργεί κοινωνικά με ατομικές αρχές, αυτόνομα, χωρίς φαινομενικά ή και ουσιαστικά να έχει ιδιαίτερες ομοιότητες με τους άλλους στη νοοτροπία και τη συμπεριφορά

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Η έκφραση χρησιμποιείται με τη λατινική γραφή σε πολλές γλώσσες

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]