âge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
âge | âges |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
âge (fr) αρσενικό
- ηλικία
- ↪ Quel âge as-tu ?
- Πόσων χρόνων/χρονών είσαι; (κυριολεκτικά: Τι ηλικία έχεις;)
- ↪ Personne ne connaît son âge !
- Κανείς δε γνωρίζει την ηλικία του/της!
- ↪ âge mental - διανοητική ηλικία
- ↪ Quel âge as-tu ?