éclat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

éclat < esclat < éclater

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kla/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éclat éclats

éclat (fr) αρσενικό

  1. το κομμάτι σπασμένου αντικειμένου, το θραύσμα
  2. η βροντή
  3. (μεταφορικά) ο θόρυβος
  4. η λάμψη
  5. (μεταφορικά) η λαμπρότητα
  6. η αίγλη
  7. o θάμβος

Συγγενικά[επεξεργασία]