écoulement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écoulement écoulements

écoulement (fr) αρσενικό

  1. η ροή
  2. η κυκλοφορία
  3. η διάθεση (εμπορευμάτων...)

Συγγενικά[επεξεργασία]