élastique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.las.tik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
élastique élastiques

élastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό